- παραγκωνισμός
- οπαραμερισμός, υποσκελισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγκωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγκωνισμός — ο το παραμέρισμα, η θέση στο περιθώριο, η έλλειψη ενδιαφέροντος για κάποιον: Ο παραγκωνισμός τού έκοψε την όρεξη για δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγκώνιση — η η ενέργεια τού παραγκωνίζω, παραγκωνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγκωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παραμέρισμα — το [παραμερίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω 2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός … Dictionary of Greek
περιθωριοποίηση — η, Ν [περιθωριοποιώ] τοποθέτηση στο περιθώριο, παραγκωνισμός … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… … Dictionary of Greek
παραμέρισμα — το η ενέργεια του παραμερίζω, η απομάκρυνση από το μέσο στην άκρη, ο παραγκωνισμός: Το παραμέρισμα του πλήθους ακούστηκε σαν σάλαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμερισμός — ο παραγκωνισμός, υποσκελισμός, παραμέρισμα: Ο παραμερισμός από τη θέση που κρατούσε του κόστισε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερπήδηση — η 1. το να πηδά κανείς πάνω από κάτι: Υπερπήδηση του τοίχου. 2. πήδημα πάνω από γυμναστικό όργανο με στήριξη μόνο των χεριών πάνω σ αυτό ή χωρίς καμιά στήριξη. 3. μτφ., υπερνίκηση εμποδίου, παραγκωνισμός: Υπερπήδηση δυσχερειών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποσκελισμός — ο 1. η τρικλοποδιά. 2. μτφ., ο παραγκωνισμός, η παραγκώνιση με πλάγια μέσα: Με υποσκελισμό άλλων συναδέλφων του πήρε την προαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)